- τετράφυλος
- -ον, Αο διαιρεμένος σε τέσσερεις φυλές, ο αποτελούμενος από τέσσερεις φυλές (α. «τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησεν», Ηρόδ.β. «τετράφυλον ἐποίησε τὴν πόλιν εἶναι, τρίφυλον οὖσαν τέως», Διον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -φυλος (< φῦλον / φυλή), πρβλ. δεκά-φυλος].
Dictionary of Greek. 2013.